ἐπαναδιπλασιασμός

ἐπαναδιπλασιασμός
ἐπαναδιπλασιασμός
doubling
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επαναδιπλασιασμός — ἐπαναδιπλασιασμός, ο (AM) διπλασιασμός, αναδιπλασιασμός, επανάληψη …   Dictionary of Greek

  • ἐπαναδιπλασιασμῷ — ἐπαναδιπλασιασμός doubling masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναδιπλασιασμόν — ἐπαναδιπλασιασμός doubling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”